καταπίσω

καταπίσω
επίρρ. τοπ., ολωσδιόλου πίσω, πίσω πίσω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταπίσω — επίρρ. 1. εντελώς πίσω, πίσω πίσω 2. προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”